Aπό τον 13ο αιώνα και μετά την εξέλιξη του πληθυσμού στο νησί χαρακτήριζε ο εποικισμός από άλλα νησιά των Κυκλάδων, της Ευρώπης και του ελληνικού χώρου. Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204 και την ίδρυση του Δουκάτου του Αιγαίου στις Κυκλάδες έρχονταν κυρίως Βενετοί, αλλά μαζί με αυτούς και οικογένειες ή άτομα από την Ισπανία, την Πορτογαλία, τη Γαλλία. Παράλληλα έρχονταν έποικοι από τη βυζαντινή επικράτεια, την Κρήτη, την Πελοπόννησο, τα Επτάνησα, τα νησιά του Αιγαίου, τη Μικρά Ασία και άλλα μέρη. Όλοι αυτοί μετοίκησαν στη Σαντορίνη μετά το πρώτο τέταρτο του 19ου αιώνα. «Όλοι αυτοί οι έποικοι, Ορθόδοξοι, Καθολικοί, Βυζαντινοί, Φράγκοι, 'Έλληνες, συγχωνεύτηκαν με τον ελάχιστο γηγενή πληθυσμό και παρουσίασαν ένα ενιαίο σύνολο, ένα θαυμαστό αμάλγαμα νησιωτών με κοινή μοίρα στη ζωή...», γράφει ο Νικόλαος Αλιπράντης, σε μελέτη του όπου παρουσιάζει την καταγωγή των οικογενειών της Σαντορίνης.
Από την άλλη πλευρά, αρκετές οικογένειες έφυγαν μετά από επιδρομές πειρατών ή φυσικές καταστροφές, κυρίως με προορισμό την Κρήτη.
Στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος το νησί ανήκε στην επαρχία Θήρας που περιελάμβανε επίσης τα νησιά Θηρασιά, Αμοργό, Ανάφη, Δονούσα, Ηρακλειά, Ιο, Κουφονήσια, Σχινούσα. Τη μεγαλύτερη αύξηση πληθυσμού παρουσίασε το 1856 με κάμψη το 1920 που αυξήθηκε μεταξύ 1951-1961 λόγω του καταστρεπτικού σεισμού του 1956.
Ορθόδοξοι - Καθολικοί
Οι κάτοικοι της Σαντορίνης ήταν χριστιανοί, ανήκαν όμως σε δυο δόγματα: το Ορθόδοξο και το Ρωμαιοκαθολικό. Οι Καθολικοί προέρχονταν από τους Ενετούς ευγενείς που κυβέρνησαν το νησί για αιώνες. Η ανάγκη ειρηνικής συνύπαρξης των δυο δογμάτων οδήγησε σε κοινή χρήση αρκετών εκκλησιών, με ξεχωριστές Άγιες Τράπεζες. Μήλο της έριδος παρέμεινε για χρόνια η εκκλησία της Επισκοπής Γωνιάς.
Οι φτωχοί ακτήμονες χωρικοί ήταν Έλληνες Ορθόδοξοι και ήταν υποχρεωμένοι να νοικιάζουν και να καλλιεργούν τη γη για λογαριασμό των πλούσιων γαιοκτημόνων που ήταν ξενόφερτοι Καθολικοί. Η Καθολική αριστοκρατία και η Ορθόδοξη εκκλησία κατείχαν τις καλύτερες εκτάσεις γης. Εφάρμοζαν το φεουδαρχικό σύστημα στην καλλιέργεια της γης και ανέθεταν με συμβόλαιο στους ακτήμονες τις γεωργικές δουλειές και εισέπρατταν ως μίσθωμα τη μισή σοδειά. Οι ακτήμονες δούλευαν κοντά σε συγκεκριμένους γαιοκτήμονες και αποκτούσαν δικαιώματα στην εκμετάλλευση της γης τους, τα οποία τα μετέφεραν στην επόμενη γενιά.
Στην αρχή του 20ου αιώνα η κατάσταση άρχισε να αλλάζει και οι ακτήμονες αποκτούσαν αμπέλια και κτήματα. Η βασική ψυχαγωγία των ανθρώπων ήταν οι βεγγέρες (συγκεντρώσεις σε σπίτια) και τα πανηγύρια.
Μέχρι και πριν από μερικά χρόνια τα βασικά ενδιαφέροντα των Σαντορινιών στρέφονταν γύρω από την οικογένεια και το χωριό τους. Η υποσυνείδητη ανάγκη τους να είναι συσπειρωμένοι με τους συγχωριανούς τους ώστε να επιβιώνουν από τα πλήγματα της φύσης, η οικονομική στενότητα και η έλλειψη τηλεπικοινωνιών ήταν οι βασικοί λόγοι γι' αυτό.
Μέχρι τα χρόνια που ακολούθησαν τον σεισμό του 1956 οι ντόπιοι έκαναν όλες τους τις δουλειές με τα χέρια, τα ζώα, τον άνεμο ενώ τη νύχτα ο φωτισμός γινόταν με λάμπες, φανάρια, καντήλια. Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1950 ήρθε ο ηλεκτρισμός στο νησί και μαζί η ανάπτυξη.
Πηγές: «Σαντορίνη: Πορεία στο χρόνο», Αντώνης Π. Κονταράτος / Εκδόσεις Ηλιότοπος.
«Σαντορίνη Κοινωνία και Χώρος, 15ος-20ος αιώνας», της Δρος Δώρας Μονιούδη-Γαβαλά / Εκδοση του Ιδρύματος Μπελλώνια.